- ακανονάρχητος
- -η, -ο και ακαλανάρχητος, -η, -ο [κανοναρχώ]1. (τροπάριο) που ψάλλεται χωρίς κανονάρχημα*2. μτφ. εκείνος που δεν τού δίνουν μονότονες και ενοχλητικές παραινέσεις3. μτφ. όποιος λέει κάτι χωρίς να τού τό υπαγορεύουν άλλοι.
Dictionary of Greek. 2013.